λιγόψυχος

λιγόψυχος
και ολιγόψυχος -η, -ο (Α ολιγόψυχος, -ον)
δειλός, φοβητσιάρης, άτολμος
αρχ.
αυτός που η αντοχή του είναι μικρή.
επίρρ...
λιγόψυχα (Α ολιγοψύχως)
με δειλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιγόψυχος — η, ο δειλός, φοβητσιάρης: Είναι λιγόψυχος και θα τα παρατήσει εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δειλόψυχος — η, ο (AM δειλόψυχος, ον) αυτός που έχει δειλή ψυχή, λιγόψυχος …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • λιγοψυχώ — και ολιγοψυχώ, άω (Α ὀλιγοψυχῶ, έω) [λιγόψυχος] 1. έχω έλλειψη θάρρους, είμαι δειλός («καὶ μὴ ὀλιγοψυχήσῃς ἐν τῷ κρίνειν σε», ΠΔ) 2. έχω τάση για εμετό ή για λιποθυμία αρχ. στενοχωρούμαι …   Dictionary of Greek

  • λιπόψυχος — η, ο 1. αυτός που χάνει εύκολα το θάρρος του, λιγόψυχος, δειλός, άτολμος 2. λιπόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λιπόψυχος είναι νεώτερος και σχηματίστηκε προφανώς με επίδραση τών αρχ. λιποψυχῶ, λιποψυχία] …   Dictionary of Greek

  • μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… …   Dictionary of Greek

  • μικρόθυμος — η, ο (Α μικρόθυμος, ον) αυτός που έχει αδύναμη ψυχή, ασθενές φρόνημα, λιγόψυχος, μικρόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • ολιγόψυχος — η, ο (Α ὀλιγόψυχος, ον) βλ. λιγόψυχος …   Dictionary of Greek

  • ψοφοδεής — ές, ΝΜΑ αυτός που τρομάζει με τον παραμικρότερο θόρυβο, λιγόψυχος, φοβητσιάρης, δειλός αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψοφοδεές δειλία 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ψοφοδεής τίτλος έργου τού Μενάνδρου. επίρρ... ψοφοδεώς / ψοφοδεῶς, ΝΜΑ με μεγάλο φόβο.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”